- εκσπλάγχνωση
- η1. η αυτόματη έξοδος τών σπλάγχνων εξαιτίας ρήξεως ουλής λαπαροτομίας2. η διάνοιξη τού θώρακα και τής κοιλιάς νεκρού εμβρύου με σκοπό την αφαίρεση τών σπλάγχνων του και διευκόλυνση τής εξαγωγής του σε περίπτωση δυστοκίας.
Dictionary of Greek. 2013.